- οχεύτρια
- ὀχεύτρια, ἡ (Α) [οχεύω]ακόλαστη, ασελγής γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχεύτριαν — ὀχεύτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχευτής — ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) [οχεύω] αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής … Dictionary of Greek